Δράσεις ΓΑΙΑ 2021

Η καλλιέργεια της σόγιας στην Ελλάδα

Μία εναλλακτική πρόταση από τη συνεργασία της ΔΕΛΤΑ, του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και του ΓΕΩΠΟΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

Oι βασικοί στόχοι της ζωικής παραγωγής σήμερα, λαμβάνοντας υπόψη:

α. την αυξημένη ζήτηση τροφίμων ζωικής προέλευσης τα επόμενα χρόνια, λόγω αύξησης του πληθυσμού της γης και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου ορισμένων πολυπληθών κρατών,

β. την περιορισμένη διαθεσιμότητα των νομευτικών πόρων για τη διατροφή των παραγωγικών ζώων, και

γ. τους παράγοντες που επιτείνουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής είναι η βελτίωση της:

α. υγείας και ευζωίας (welfare) του εκτρεφόμενου ζωικού κεφαλαίου,

β. παραγωγικότητας, και

γ. αποτελεσματικότητας της διατροφής με εφαρμογή διατροφής ακριβείας (precision feeding), που σημαίνει παραγωγή της μέγιστης δυνατής ποσότητας κτηνοτροφικών προϊόντων με την ελάχιστη δυνατή ποσότητα τροφής.

 

ΓΡΑΦΟΥΝ

Γεώργιος Ζέρβας

Καθηγητής Γεωπονικού

Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Δρ. Βασιλική Κοτσάμπαση

Κύρια Ερευνήτρια

Ινστιτούτο Επιστήμης

Ζωικής Παραγωγής

Γενική Δ/νση Αγροτικής

Έρευνας

ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ

 

Για την επίτευξη του τελευταίου κυρίως στόχου, απαιτείται η χρησιμοποίηση ζωοτροφών με υψηλή θρεπτική αξία (ενεργειακό περιεχόμενο) και υψηλή βιολογική αξία πρωτεϊνών (προφίλ αμινοξέων). Τέτοιες ζωοτροφές είναι ο αραβόσιτος και το σογιάλευρο που χρησιμοποιούνται σε όλον τον κόσμο, σχεδόν σε όλα τα είδη και τις κατηγορίες των παραγωγικών ζώων. Σε ζώα υψηλής παραγωγικότητας, όπως για παράδειγμα οι αγελάδες γαλακτοπαραγωγής, το σογιάλευρο αποτελεί απαραίτητο συστατικό των σιτηρεσίων τους ως πρωτεϊνούχος ζωοτροφή, γιατί συνδυάζεται άριστα με δημητριακούς καρπούς για τη βελτίωση της βιολογικής αξίας των πρωτεϊνών του σιτηρεσίου. Δεδομένης όμως της αρνητικής στάσης των καταναλωτών για χρήση γενετικά τροποποιημένων πρώτων υλών ή προϊόντων – τροφίμων και των φιλο-περιβαλλοντικών τους τάσεων, κρίνεται σκόπιμη η καλλιέργεια μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας για ζωοτροφή.

Πέραν αυτού, η αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών αυτής αποτελεί θέμα υψηλής προτεραιότητας της πολιτικής της Ε.Ε. Σημειωτέον ότι η σόγια, παράγεται κυρίως στις χώρες της Β. και Ν. Αμερικής, οπότε η μεταφορά της στην Ευρώπη, εκτός των άλλων, προκαλεί σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση με αποτέλεσμα το ανθρακικό της αποτύπωμα (Carbon Footprint) να είναι 1,07 Kg CO2-ισοδ./Kg, όταν το αντίστοιχο για τo σιτάρι είναι 0,589 και για το ενσίρωμα αραβοσίτου 0,382. Κατά συνέπεια, ένα μη γενετικά τροποποιημένο σογιάλευρο που θα παραχθεί στη χώρα μας θα έχει σαφώς μικρότερο ανθρακικό αποτύπωμα.

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) είναι ελλειμματική σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές με ποσοστό αυτάρκειας σ’ αυτές περί το 30%. Γι’ αυτό, καταβάλλονται προσπάθειες και προωθούνται, προς εφαρμογή, πολιτικές που στοχεύουν στην αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων για παραγωγή πρωτεϊνούχων ζωοτροφών, ώστε να μειωθούν αντίστοιχα οι εισαγωγές.

01 Η ομάδα συνεργασίας του Ινστιτούτου Ε.Ζ.Π. Γιαννιτσών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και της ΔΕΛΤΑ

 

 

 

 

 

02 Ένα μήνα μετά, η καλλιέργεια αναπτύσσεται. Το ξεβοτάνισμα

03 Σπορά NGO σόγιας στο αγρόκτημα του Ινστιτούτου Ε.Ζ.Π. Γιαννιτσών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ

04 Η ομάδα του Ινστιτούτου Ε.Ζ.Π. Γιαννιτσών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ και της ΔΕΛΤΑ κατά τη σπορά

Στο πλαίσιο αυτό, μακροπρόθεσμος στόχος της COPACOGECA (General Confederation of Agricultural Cooperation) είναι η μείωση των εισαγωγών σόγιας κατά 50% ως το 2040, μέσω της δημιουργίας νέων ποικιλιών ψυχανθών και σόγιας και της προσαρμογής των τεχνικών καλλιέργειας στις εκάστοτε περιφερειακές-τοπικές συνθήκες. Έτσι, στην ισχύουσα ΚΑΠ (CAP) προβλέπεται συνδεδεμένη ενίσχυση για καλλιέργεια σόγιας, όταν προορίζεται για ζωοτροφή, ενώ στη σχεδιαζόμενη για την επόμενη περίοδο (2020-2027) προβλέπεται μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) κατά 50% για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, οπότε προωθείται η χρησιμοποίηση ζωοτροφών με χαμηλότερο ανθρακικό αποτύπωμα.

Τα οικονομικά κυρίως δεδομένα του παρελθόντος, δεν ευνοούσαν την καλλιέργεια της σόγιας, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στη χώρα μας. Επειδή όμως τα δεδομένα αλλάζουν, όπως για παράδειγμα οι τιμές, οι επιδοτήσεις, οι προτεραιότητες στις πολιτικές κ.ά., η καλλιέργεια της σόγιας απαιτεί επανεξέταση και επαναξιολόγηση για να διαπιστωθεί, αρχικά τουλάχιστον, κατά πόσον αποτελεί οικονομικά βιώσιμη καλλιέργεια.

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει απ’ όλα τα παραπάνω είναι, αν ο παραγωγός (κτηνοτρόφος) έχει τη δυνατότητα να αντιδράσει και να προφυλάξει την εκμετάλλευσή του από μια τέτοια κρίση αύξησης των τιμών των ζωοτροφών με εφαρμογή κάποιων εναλλακτικών λύσεων, που ταυτόχρονα είναι φιλικότερες προς το περιβάλλον και αποδεκτές από τους καταναλωτές. Εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν πάντα, έστω και με περιορισμένο σχετικά αποτέλεσμα, με δυνατότητα μάλιστα επιλογής μεταξύ αυτών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες κάθε εκμετάλλευσης. Μία από τις εναλλακτικές αυτές λύσεις παραγωγής ζωοτροφών, που έχουν αρχικά μελετηθεί και έχουν αποδειχθεί επωφελείς για τον παραγωγό, είναι η καλλιέργεια της μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας για χρησιμοποίησή της στη διατροφή των ζώων.

Η στρεμματική απόδοση της σόγιας σε καρπό στη χώρα μας ανέρχεται στα 450 κιλά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει φτάσει και τα 600 κιλά. Ως επίσπορη καλλιέργεια δίνει περί τα 300 κιλά το στρέμμα εξασφαλίζοντας ένα ικανοποιητικό συμπληρωματικό εισόδημα στον παραγωγό.

Στοιχεία του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκοτόπων στη Λάρισα, αναφέρουν κόστος παραγωγής 98 ευρώ/στρέμμα (έναντι 128 για το βαμβάκι) και εισόδημα 120 ευρώ/στρέμμα (Βλαχοστέργιος κ.ά., 2015, Επιθεώρηση Ζωοτεχνικής Επιστήμης, τεύχος 14).

Λόγω της σημασίας του σογιαλεύρου στην κατάρτιση σιτηρεσίων αγελάδων και αιγοπροβάτων υψηλής γαλακτοπαραγωγής, το 2018 πραγματοποιήθηκε πειραματική καλλιέργεια Μη Γενετικά Τροποποιημένης (ΜΓΤ) σόγιας με χρηματοδότηση της ΔΕΛΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ και τη συνεργασία του Εργαστηρίου Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής κρίθηκαν ικανοποιητικά από πλευράς στρεμματικής απόδοσης της καλλιέργειας και ποιοτικών χαρακτηριστικών του σπόρου για τα ελληνικά δεδομένα. Δεδομένου ότι η καλλιέργεια της ΜΓΤ σόγιας, αν και δεν είναι διαδεδομένη στην Ελλάδα, θα μπορούσε να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση για τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις της χώρας μας, ιδιαίτερα γι’ αυτές που έχουν τη δυνατότητα να ιδιοπαράγουν κάποιες από τις ζωοτροφές που χρησιμοποιούν για τη διατροφή του ζωικού τους κεφαλαίου.

Με βάση την εμπειρία και τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα που αποκτήθηκαν, ο ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ και η ΔΕΛΤΑ ΤΡΟΦΙΜΑ, με την επιστημονική συνεργασία του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, προχώρησαν τον Μάιο 2021 εκ νέου σε καλλιέργεια ΜΓΤ σόγιας στο αγρόκτημα του Ινστιτούτου Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ. Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνηθεί περαιτέρω η δυνατότητα καλλιέργειας της ΜΓΤ σόγιας, και συγκεκριμένα να μελετηθούν οι απαραίτητες καλλιεργητικές συνθήκες, η παραγωγικότητα και το κόστος παραγωγής της σόγιας, ώστε να διαπιστωθούν οι δυνατότητες καλλιέργειάς της στη χώρα μας.

Τα αναμενόμενα οφέλη της προτεινόμενης μελέτης είναι η προώθηση της καλλιέργειας της γενετικά μη τροποποιημένης σόγιας, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης των αγελαδοτροφικών μονάδων από την εισαγόμενη γενετικά τροποποιημένη σόγια και τη δημιουργία των πρώτων προϋποθέσεων για τη βελτίωση του βαθμού αυτάρκειας σε ιδιοπαραγόμενες πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, βελτιώνοντας με τον τρόπο αυτό και το κόστος διατροφής των ζώων.

 

Καλλιέργεια σόγιας

Αποδοτική λύση προτείνουν

ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, ΓΠΑ και ΔΕΛΤΑ

 

Με αφορμή την αύξηση των τιμών των ζωοτροφών, το Dairy News παρουσιάζει ένα άρθρο για τη μη γενετικά τροποποιημένη σόγια και την πειραματική καλλιέργειά της, στο πλαίσιο μιας προσπάθειας που υλοποιούν το Ινστιτούτο Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής Γιαννιτσών, ο ΕΛΓΟ Δήμητρα και η ΔΕΛΤΑ Τρόφιμα, με την επιστημονική συνεργασία του Εργαστηρίου Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών.

 

Κείμενο: Γεώργιος Ζέρβας1 και Βασιλική Κοτσάμπαση2

1 Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

2 Ινστιτούτο Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής Γιαννιτσών, του ΕΛΓΟ-Δήμητρα

Γεώργιος Ζέρβας – Βασιλική Κοτσάμπαση

Η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, είναι ένας διαρκής αγώνας η έκβαση του οποίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες. Σε ότι αφορά τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, η παραγωγικότητα του ζωικού κεφαλαίου και η όλη διαχείριση της μονάδας, αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικούς παράγοντες για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς τους και την εξασφάλιση της βιωσιμότητας. Συχνά όμως οι παραγωγοί, παραβλέπουν τους συγκεκριμένους παράγοντες, θεωρώντας ότι δεν επιδέχονται περαιτέρω βελτίωση, και εστιάζουν το ενδιαφέρον τους στο πρόσημο εισροών – εκροών και συγκεκριμένα στις τιμές αγοράς ζωοτροφών, εφοδίων κ.ά. και στις τιμές πώλησης των προϊόντων (γάλα, κρέας).

Στην αγορά όμως υπάρχουν και οι απρόβλεπτοι παράγοντες που ανατρέπουν την υπάρχουσα ισορροπία για κάποιο χρονικό διάστημα, όπως η περίοδος που διανύουμε κατά την οποία παρατηρείται αναστάτωση των διεθνών αγορών και αύξηση των τιμών των ζωοτροφών, με αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κοστολογίου σιτηρεσίων των παραγωγικών ζώων. Η αύξηση των τιμών των ζωοτροφών των τελευταίων μηνών οφείλεται σε κάποιες συγκυρίες που μέχρις ενός σημείου είναι απρόβλεπτες και όχι βραχυπρόθεσμα αντιμετωπίσιμες (π.χ. ακραίες καιρικές συνθήκες), που επηρεάζουν όμως σημαντικά την παραγωγή και ακολούθως τη διαθεσιμότητα των ζωοτροφών.

 

Διεθνές περιβάλλον και ζωοτροφές

Τέτοια φαινόμενα δεν είναι σπάνια, εμφανίζονται περιοδικά, διανύουν τον κύκλο τους και η όλη κατάσταση ισορροπεί εκ νέου, όταν οι παράγοντες που τα προκάλεσαν εκλείψουν. Αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο, σχετικά, παρελθόν, θα εντοπίσουμε την παγκόσμια κρίση τιμών των τροφίμων (World Food Price Crisis) της περιόδου 2007-2008, που προκλήθηκε, κυρίως, από την άνοδο των τιμών δύο σημαντικών ζωοτροφών, του αραβοσίτου και του σογιαλεύρου, για συγκεκριμένους, τότε, λόγους όπως ακραία καιρικά φαινόμενα, αύξηση της τιμής του πετρελαίου, εναλλακτική παραγωγή βιοκαυσίμων από αραβόσιτο, ελαιούχα σπέρματα, κ.ά. Η κρίση αυτή προκάλεσε αύξηση του δείκτη τιμών των τροφίμων κατά 6%, 27% και 24% τα έτη 2006, 2007 και 2008 αντίστοιχα, και ανέδειξε εμφατικά, μεταξύ άλλων, ζητήματα όπως αυτά του επισιτισμού και της ασφάλειας (επάρκειας) των τροφίμων (food security) του πλανήτη, προκαλώντας πολιτική και οικονομική αστάθεια και κοινωνική ανησυχία, τόσο στις αναπτυσσόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες χώρες.

Προκειμένου να επιτευχθούν οι αποδόσεις σε κτηνοτροφικά προϊόντα των παραγωγικών ζώων, που εξασφαλίζει το γενετικό τους δυναμικό, απαιτείται χορήγηση ισόρροπων σιτηρεσίων υψηλής θρεπτικής αξίας και περιεκτικότητας σε πρωτεΐνες. Για το λόγο αυτό, η κατάρτιση σιτηρεσίων γαλακτοπαραγωγών αγελάδων και αιγοπροβάτων υψηλής γαλακτοπαραγωγής, και μονογαστρικών ζώων (χοίρων, πτηνών), στηρίζεται στη χρησιμοποίηση πρωτεϊνούχων ζωοτροφών και ιδιαίτερα σογιαλεύρου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) είναι ελλειμματική σε πρωτεϊνούχες ζωοτροφές με ποσοστό αυτάρκειας σ’ αυτές περί το 30%. Γι αυτό καταβάλλονται προσπάθειες και προωθούνται, προς εφαρμογή, πολιτικές που στοχεύουν στην αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων για παραγωγή πρωτεϊνούχων ζωοτροφών ώστε να μειωθούν αντίστοιχα οι εισαγωγές. Στο πλαίσιο αυτό, μακροπρόθεσμος στόχος της COPA-COGECA (General Confederation of Agricultural Cooperation) είναι η μείωση των εισαγωγών σόγιας κατά 50% ως το 2040, μέσω της δημιουργίας νέων ποικιλιών ψυχανθών και σόγιας και της προσαρμογής των τεχνικών καλλιέργειας στις εκάστοτε περιφερειακές-τοπικές συνθήκες.

 

Πέραν αυτού, η αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και των συνεπειών αυτής αποτελεί θέμα υψηλής προτεραιότητας της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεδομένου ότι η σόγια παράγεται στις μακρινές χώρες της Β. και Ν. Αμερικής, η μεταφορά της στην Ευρώπη προκαλεί σημαντική περιβαλλοντική επιβάρυνση η οποία επιβάλλεται να μειωθεί.

Τα οικονομικά, κυρίως, δεδομένα του παρελθόντος δεν ευνοούσαν την καλλιέργεια της σόγιας τόσο στην Ευρώπη όσο και στη χώρα μας. Επειδή όμως τα δεδομένα αλλάζουν, όπως για παράδειγμα οι τιμές, οι επιδοτήσεις, οι προτεραιότητες στις πολιτικές κ.ά., η καλλιέργεια της σόγιας απαιτεί επανεξέταση και επαναξιολόγηση για να διαπιστωθεί, αρχικά τουλάχιστον, κατά πόσον αποτελεί οικονομικά βιώσιμη καλλιέργεια. Στην Ελλάδα το 2017 εισήχθησαν 317.754 τόνοι σογιόσπορου και 331.254 τόνοι σογιαλεύρου, συνολικής αξίας 230.094.000 ευρώ. Παράλληλα, στο Νομό Καβάλας καλλιεργήθηκαν 30.000 στρέμματα, αλλά για παραγωγή βιοντήζελ.

Σόγια: πρωτεΐνες για παραγωγικά ζώα

Το ερώτημα λοιπόν που προκύπτει από όλα τα παραπάνω είναι αν ο παραγωγός (κτηνοτρόφος) έχει τη δυνατότητα, στο πλαίσιο βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της κτηνοτροφικής του εκμετάλλευσης και της δυνατότητας προσαρμογής σε περιπτώσεις αναταράξεων της διεθνούς αγοράς ζωοτροφών, να προχωρήσει στην εφαρμογή κάποιων εναλλακτικών λύσεων. Εναλλακτικές λύσεις υπάρχουν πάντα, έστω και με περιορισμένο σχετικά αποτέλεσμα, με δυνατότητα μάλιστα επιλογής μεταξύ αυτών ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και τις δυνατότητες κάθε εκμετάλλευσης.

 

Μια από τις εναλλακτικές αυτές λύσεις παραγωγής ζωοτροφών, που έχουν αρχικά μελετηθεί και έχουν αποδειχθεί επωφελείς για τον παραγωγό, αλλά και για το περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή ταυτόχρονα, είναι η καλλιέργεια της μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας για χρησιμοποίησή της στη διατροφή των ζώων.

Η στρεμματική απόδοση της σόγιας σε καρπό στη χώρα μας ανέρχεται στα 450 κιλά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει φτάσει και τα 600 κιλά. Ως επίσπορη καλλιέργεια δίνει περί τα 300 κιλά το στρέμμα εξασφαλίζοντας ένα ικανοποιητικό συμπληρωματικό εισόδημα στον παραγωγό. Στοιχεία του Ινστιτούτου Κτηνοτροφικών Φυτών & Βοσκοτόπων στη Λάρισα αναφέρουν κόστος παραγωγής 98 ευρώ/στρέμμα ( έναντι 128 για το βαμβάκι) και εισόδημα 120 ευρώ/στρέμμα (Βλαχοστέργιος κ.ά., 2015, Επιθεώρηση Ζωοτεχνικής Επιστήμης, τεύχος 14).

 

Λόγω της σημασίας του σογιαλεύρου στην κατάρτιση σιτηρεσίων αγελάδων και αιγοπροβάτων υψηλής γαλακτοπαραγωγής, εξαιτίας της υψηλής περιεκτικότητάς του σε πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας, το 2018 πραγματοποιήθηκε πειραματική καλλιέργεια μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας με χρηματοδότηση της ΔΕΛΤΑ Τρόφιμα και τη συνεργασία του Εργαστηρίου Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών στο αγρόκτημα του Ινστιτούτου Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής Γιαννιτσών.

 

Η στρεμματική απόδοση ανήλθε στα 505 Kg σογιόσπορου/στρέμμα με την ακόλουθη χημική σύσταση: Ξηρή ουσία: 86,3%, Ολικές Αζωτούχες Ουσίες: 34,8%, Λιπαρές ουσίες 18,1%, NDF 13,2%, ADF 9,7%. Μετά την ολοκλήρωσή της, κρίθηκε σκόπιμη η πρόσθετη μελέτη των καλλιεργητικών τεχνικών, και κυρίως αυτής της ζιζανιοκτονίας. Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής κρίθηκαν ικανοποιητικά από πλευράς στρεμματικής απόδοσης της καλλιέργειας και ποιοτικών χαρακτηριστικών του σπόρου για τα ελληνικά δεδομένα.

 

Με βάση την εμπειρία και τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα από την καλλιέργεια της μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας το 2018 στο Ινστιτούτο Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής Γιαννιτσών, του ΕΛΓΟ Δήμητρα και η ΔΕΛΤΑ Τρόφιμα, με την επιστημονική συνεργασία του Εργαστηρίου Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, αποφάσισαν να καλλιεργήσουν εκ νέου το τρέχον έτος μη γενετικά τροποποιημένη σόγια στο αγρόκτημα του εν λόγω Ινστιτούτου.

 

Σκοπός της μελέτης είναι να διερευνηθεί η δυνατότητα καλλιέργειας της μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας, και συγκεκριμένα να μελετηθούν οι απαραίτητες καλλιεργητικές συνθήκες, η παραγωγικότητα και το κόστος παραγωγής της σόγιας, ώστε να διαπιστωθεί η δυνατότητα καλλιέργειάς της στη χώρα μας και η αξιοποίησή της στη διατροφή των παραγωγικών ζώων, σε αντικατάσταση της εισαγόμενης γενετικά τροποποιημένης σόγιας.

 

Μεθοδολογία υλοποίησης

Τον Μάιο του 2021,πραγματοποιήθηκε σπορά της μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας, σε έκταση 10 στρεμμάτων στο αγρόκτημα του Ινστιτούτου Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ. Η σπορά πραγματοποιήθηκε με αποστάσεις φύτευσης 75×5cm. Για κάθε στρέμμα χρησιμοποιήθηκαν περίπου 5 Κg σπόρου σόγιας (μη γενετικά τροποποιημένου). Θα ακολουθήσει λίπανση, ζιζανιοκτονία και σκάλισμα και βοτάνισμα πριν τη συγκομιδή.

 

Θα παρακολουθείται η καλλιέργεια σε όλα της τα βλαστικά στάδια και αναμένεται περίπου τον Οκτώβριο, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, να πραγματοποιηθεί η συγκομιδή της και να εκτιμηθεί η στρεμματική της απόδοση. Τέλος, θα προσδιοριστεί η χημική της σύσταση, στο Εργαστήριο Φυσιολογίας Θρέψεως και Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστήμιο Αθηνών, για να εκτιμηθεί η θρεπτική της αξία και η ένταξη της στη διατροφή των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής.

 

Αναμενόμενα οφέλη

Με δεδομένο ότι η παραγωγή σογιόσπορου είναι εφικτή στην Ελλάδα και οικονομικά συμφέρουσα ως πρωτεϊνούχος ζωοτροφή, με θετική συμβολή στο περιβάλλον και την κλιματική αλλαγή, τα αναμενόμενα οφέλη της προτεινόμενης μελέτης είναι η προώθηση της καλλιέργειας της μη γενετικά τροποποιημένης σόγιας, με στόχο τη μείωση της εξάρτησης των αγελαδοτροφικών μονάδων από

την εισαγόμενη γενετικά τροποποιημένη σόγια και τη δημιουργία των πρώτων προϋποθέσεων για την αυτάρκεια σε μεγάλο βαθμό σε ιδιοπαραγόμενες πρωτεϊνούχες ζωοτροφές, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό και το κόστος διατροφής των ζώων.

Για τα αποτελέσματα της μελέτης καθώς και για τον τρόπο καλλιέργειας της σόγιας θα ενημερωθούν οι αγελαδοτρόφοι και αγοπροβατοτρόφοι της χώρας μας μέσω της συνεργασίας τους με τη ΔΕΛΤΑ Τρόφιμα, μέσω ημερίδων, αλλά και μέσω του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου αγροτικού ενδιαφέροντος.

 

  1. Ο Γεώργιος Ζέρβας είναι Καθηγητής Φυσιολογίας Θρέψεως και

Διατροφής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, π. Πρύτανης, Πρόεδρος της Ελληνικής Γεωργικής Ακαδημίας, π. Αντιπρόεδρος της European Association for Animal Production και π. Πρόεδρος της Ελληνικής Ζωοτεχνικής Εταιρείας.

  1. Η Βασιλική Κοτσάμπαση είναι κύρια ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Επιστήμης Ζωικής Παραγωγής του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισμού –ΔΗΜΗΤΡΑ. Διδάκτωρ του Γεωπονικού Πανεπιστήμιου Αθηνών/Τμήματος Ζωικής Παραγωγής. Στα ερευνητικά ενδιαφέροντα της περιλαμβάνονται η διατροφή των αγροτικών ζώων, η αξιολόγηση της θρεπτικής αξίας των πρωτεϊνούχων ζωοτροφών και άλλων πρώτων υλών ζωοτροφών, η αξιοποίηση των υποπροϊόντων της αγροτικής βιομηχανίας και οι εφαρμογές της σύγχρονης βιοτεχνολογίας στη διατροφή των παραγωγικών ζώων (προβιοτικά, πρεβιοτικά, αιθέρια έλαια, κ.λ.π.), κ.ά.

 

ΔΕΛΤΑ Τρόφιμα

Έρευνα εναλλακτικών καλλιεργειών για την παραγωγή ζωοτροφών

 

Η ΔΕΛΤΑ Τρόφιμα, στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης ΓΑΙΑ που υλοποιεί από το 2012, θέλοντας να συμβάλει έμπρακτα στην υποστήριξη και τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής γαλακτοπαραγωγού κτηνοτροφίας, αναπτύσσει και χρηματοδοτεί ανάλογες προσπάθειες – δράσεις έρευνας, εκπαίδευσης και τεχνικής υποστήριξης, καθώς και δράσεις για την αξιοποίηση ελληνικών καλλιεργειών για την παραγωγή ζωοτροφών.

Η ΔΕΛΤΑ, σε συνεργασία με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πραγματοποιεί στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης ΓΑΙΑ εφαρμοσμένη έρευνα, σε πεδία όπως αυτό των πιλοτικών εναλλακτικών καλλιεργειών, που μπορούν να επιφέρουν σημαντικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση

της βιωσιμότητας της κτηνοτροφίας. Προτεραιότητα έχει δοθεί στην καλλιέργεια ψυχανθών, αλλά και άλλων κατάλληλων για ζωοτροφή καλλιεργειών. Στόχος είναι η δημιουργία επιστημονικών δεδομένων για τις συνθήκες καλλιέργειάς τους, για την αξιοποίησή τους στη διατροφή των γαλακτοπαραγωγών ζώων (ενσίρωμα, σανός), εξασφαλίζοντας παράλληλα την αξιοποίηση των αγρών και κατά τη χειμερινή περίοδο και την παραγωγή ελληνικών ζωοτροφών πλούσιων σε πρωτεΐνες.

 

Ο ρόλος των ψυχανθών κρίνεται ως αποφασιστικής σημασίας, αφού μπορούν με καλά αποτελέσματα να υποκαταστήσουν άλλες πηγές πρωτεΐνης στη διατροφή, συχνά υψηλότερου κόστους. Στόχος είναι, επίσης, η ενίσχυση των πρακτικών της αειφόρου γεωργίας, που έχουν σημαντική συνεισφορά στη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος, αφού οι καλλιέργειες αυτές επιτυγχάνουν: βελτίωση του εδάφους, το οποίο εφοδιάζουν με άζωτο μέσω της αζωτοδέσμευσης, περιορίζοντας τη χρήση λιπασμάτων, μειωμένες απαιτήσεις άρδευσης με ικανοποιητικές αποδόσεις, αξιοποίηση αγρών και κατά τη χειμερινή περίοδο, αξιοποίηση μη αρδευόμενων αγρών και αγρών μειωμένης γονιμότητας, αμειψισπορά.

Οι καλλιέργειες που έχουν μελετηθεί και προτείνονται στους Έλληνες κτηνοτρόφους από τη ΔΕΛΤΑ, πέραν αυτής της σόγιας, είναι οι ακόλουθες:

 

Α) Συγκαλλιέργεια ψυχανθών και σιτηρών: βίκου-κριθής, μπιζελιού-βρώμης, κτηνοτροφικού κουκιού-βρώμης.

Προσφέρεται για βόσκηση (αιγοπροβάτων), ενσίρωση (για βοοειδή) ή παραγωγή σανού (αιγοπρόβατα-βοοειδή). Το ενσίρωμα συγκαλλιέργειας βίκου με κριθή μπορεί να αντικαταστήσει πλήρως το ενσίρωμα του αραβοσίτου σε σιτηρέσιο ολικής ανάμειξης αγελάδων γαλακτοπαραγωγής,

χωρίς να επηρεαστεί τόσο η ποσότητα του παραγόμενου γάλακτος, όσο και η χημική του σύσταση. Λόγω της υψηλότερης περιεκτικότητάς του σε πρωτεΐνες, έναντι του αραβοσίτου, επιτρέπει τη μείωση του σογιαλεύρου, στο ολικό σιτηρέσιο των αγελάδων, από 35% στο 10%.

Η αντικατάσταση αυτή εξοικονομεί σημαντική ποσότητα σογιαλεύρου ημερησίως, με το αντίστοιχο οικονομικό όφελος για τον παραγωγό. Η συγκαλλιέργεια ψυχανθών και σιτηρών αποδίδει χλωρομάζα με ικανο-ποιητική στρεμματική απόδοση και υψηλότερη περιεκτικότητα σε αζωτούχες ουσίες από τον αραβόσιτο. Επιπλέον, πλεονεκτεί στο ότι α) αποτελεί φθινοπωρινή καλλιέργεια που δεν απαιτεί άρδευση, επιτρέποντας να ακολουθήσει άλλη εαρινή καλλιέργεια στην ίδια έκταση, και β) τα σιτηρά (π.χ. κριθή) αξιοποιούν το άζωτο που δεσμεύουν τα ψυχανθή (π.χ. βίκος) και γι’ αυτό απαιτείται ελάχιστη ή μηδενική λίπανση.

Β) Καλλιέργεια πολύσπορου (μείγμα ψυχανθών και σιτηρών).

Προσφέρεται για παραγωγή χλωράς νομής ή/και σανού μετά από ξήρανση. Το πολύσπορο αποτελεί πολύ καλή εναλλακτική λύση για παραγωγή χονδροειδών ζωοτροφών, αφού καλλιεργείται κατά τη χειμερινή περίοδο, χωρίς να απαιτείται άρδευση και ταυτόχρονα εμπλουτίζει το έδαφος με άζωτο, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί από καλλιέργεια σιτηρού κατά την επόμενη καλλιεργητική περίοδο. Η επιλογή του πλέον κατάλληλου μείγματος πολύσπορου για μια συγκεκριμένη περιοχή εξαρτάται από τις εδαφοκλιματικές συνθήκες αυτής της περιοχής.

Δείτε περισσότερα στο: www.delta.gr/gaia